- όλκιον
- ὅλκιον, τὸ (Α)βλ. ολκείον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλκία — ὁλκίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκίων — ὁλκίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολκείον — ὁλκεῑον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) [ολκή] 1. το οπίσθιο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου 2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια … Dictionary of Greek